- δεῖρος
- δεῖροςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δείρος — δεῑρος, το (Α) 1. δειρή 2. δειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. τού δειράς* είτε προήλθε από το σύνθ. υψί δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β συνθετικό του] … Dictionary of Greek
δείρη — δεῖρος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δεῖρος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειρέων — δεῖρος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) δειρή neck fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειρῶν — δεῖρος neut gen pl (attic epic doric) δειρή neck fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείρεα — δεῖρος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάνδειρος — μελάνδειρος, (Α) αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό δειρος, υψί δειρος)] … Dictionary of Greek
ποικιλόδειρος — ον, Α 1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό 2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek
πολύδειρος — ον, ΜΑ πολυδειράς (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. ποικιλό δειρος] … Dictionary of Greek
ταναόδειρος — ον, Α αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταναός* «επιμήκης» + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ δειρος] … Dictionary of Greek
τρίδειρος — ον, Α αυτός που έχει τρεις τραχήλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ δειρος] … Dictionary of Greek